- διασκέπτομαι
- (αόρ. διεσκέφθην)1) обдумывать, взвешивать; 2) совещаться; обсуждать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασκέπτομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκέπτομαι — (Α διασκέπτομαι) 1. μελετώ κάτι με προσοχή, εξετάζω διεξοδικά 2. συσκέπτομαι με άλλον ή άλλους για τη λήψη αποφάσεων … Dictionary of Greek
διασκέπτομαι — διασκέφτηκα, συσκέπτομαι, σκέφτομαι μαζί με άλλους: Το συμβούλιο της εταιρείας διασκέπτεται για την πολιτική που θα ακολουθήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεσκεμμένα — διασκέπτομαι perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσκεμμένᾱ , διασκέπτομαι perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσκεμμένᾱ , διασκέπτομαι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεπτομένων — διασκέπτομαι pres part mp fem gen pl διασκέπτομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεπτόμεθα — διασκέπτομαι pres ind mp 1st pl διασκέπτομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεπτόμενον — διασκέπτομαι pres part mp masc acc sg διασκέπτομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψαμένων — διασκέπτομαι aor part mp fem gen pl διασκέπτομαι aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψάμενον — διασκέπτομαι aor part mp masc acc sg διασκέπτομαι aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψόμεθα — διασκέπτομαι aor subj mp 1st pl (epic) διασκέπτομαι fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψόμενον — διασκέπτομαι fut part mp masc acc sg διασκέπτομαι fut part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)